-γος

-γος
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε -γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους (πρβλ. χαραγή -αχάραγος, αλλαγή -ανάλλαγος, αρμέγω- ανάρμεγος), απ' όπου υποστηρίχθηκε ότι επεκτάθηκε αργότερα και σε παράγωγα επίθετα χωρίς γ στο θέμα τους (πρβλ. αβάπτιγος, αβάσταγος, αγύριγος, ακοίταγος ανέγγιγος, απείραγος, άπραγος, αφύλαγος, αχόρταγος). Κατ' άλλους, πολλά επίθετα σε -γος σχηματίστηκαν από την παθητική μετοχή τού παρακειμένου ουρανικόληκτων ρημάτων, όπου εμφανιζόταν το γ φωνητικά (πρβλ. αλλάζω– αλλαγμένος-ανάλλαγος, βουλιάζω–βουλιαγμένος-αβούλιαγος, μαλάζω-μαλαγμένος-αμάλαγος, πειράζω–πειραγμένος-απείραγος, σφάζω-σφαγμένος-άσφαγος, ταράζω-ταραγμένος-ατάραγος, τινάζω-τιναγμένος-ατίναγος, τραντάζω-τρανταγμένος-ατράνταγος), παράλληλα προς εκείνα που είχαν το γ στο ενεστωτικό θέμα (πρβλ. αρμέγω -ανάρμεγος). Κατά το πρότυπο τών σε -άζω με μετοχή παρακειμένου σε -γμένος σχημάτισαν στερητικά επίθετα σε -γος και όσα ρήματα σε -άζω δεν εμφάνιζαν μετοχή παρακειμένου με -γ- (πρβλ. βραδιάζω -αβράδιαγος), η δε αναλογία επεκτάθηκε και στα ρήματα σε -ίζω (πρβλ. βαφτίζω -αβάφτιγος). Επίσης, τα σε -αίνω ρήματα με μετοχή παρακειμένου σε -ασμένος κατά τα βραδιάζω -βραδιασμένος, γιορτάζω -γιορτασμένος, και κατ' αναλογίαν και όσα ρήματα σε -αίνω δεν έχουν μετοχή παρακειμένου σε -ασμένος, σχηματίζουν στερητικά επίθετα σε -γος (πρβλ. χορταίνω -χορτασμένος -αχόρταγος, αλλά και ζεσταίνω -αζέσταγος). Τέλος, εκτός από τα ρήματα με μετοχή παρακειμένου με -γ- ή -σ- σχηματίζουν στερητικά επίθετα σε -γος και τα σε -άω περισπώμενα ρήματα αναλογικά προς τα σε -ίζω, που μεταπλάστηκαν σε -άω διατηρώντας μετοχή παρακειμένου με -σ- (πρβλ. γονατίζω -γονατάω -γονατισμένος -αγονάτιγος και μαδάω -αμάδιγος, μετράω -αμέτριγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυπομφόλυξ — γος, ο, Ν βοτ. εντομοφάγο φυτό …   Dictionary of Greek

  • πύξ — γός, ἡ, Α η πυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τής λ. πυγή] …   Dictionary of Greek

  • Scansion — La scansion est proprement l action de scander un vers, c est à dire d en analyser la métrique ou plus précisément, d en déterminer le schéma métrique ou modèle. Par extension, la déclamation du vers pour faire ressortir ce schéma métrique est… …   Wikipédia en Français

  • πέλαγος — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 680μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA της Τρίπολης. * * * το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. πέλαγο και πέλαο Ν 1. η μακριά από τις ακτές ανοιχτή θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • aĝ- (*heĝ-) —     aĝ (*heĝ )     English meaning: to lead, *drive cattle     Deutsche Übersetzung: “treiben” (actually probably “mit geschwungenen Armen treiben”), ‘schwingen”, in Bewegung setzen, fũhren”     Grammatical information: originally limited to… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • бублик — укр. бублик, болг. бъбна набухаю , бъбънец опухоль , сербохорв. бубу̀љица пузырь, узел , словен. bobljati пускать пузыри (о воде) , чеш. boubel водяной пузырь , польск. bąbel, род. п. bla водяной, воздушный пузырь , в. луж., н. луж. bublin… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • бузина — диал. буз – растение Sambucus , укр. бузина, бузок; другая ступень вокализма: русск., укр. боз бузина , болг. бъз, сербохорв. баз м., база ж., словен. bǝ̀z, род. п. bǝzà, чеш. bez, род. п. bza, bzu, слвц. baza, польск. bez, род. п. bzu, в. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • анестезиоло́гия — и, ж. Раздел медицины, занимающийся вопросами анестезии. [От греч. ’αναισθησια нечувствительность и λογος учение] …   Малый академический словарь

  • антрополо́гия — и, ж. Наука о происхождении и эволюции человека, об образовании человеческих рас и о вариациях физического строения человека. [От греч. ’ανθρωπος человек и λογος учение] …   Малый академический словарь

  • ареопа́г — а, м. Высший орган судебной и политической власти в древних Афинах. || перен. Собрание авторитетных лиц для решения каких л. вопросов. В зале заседал ареопаг профессоров экзаменаторов, под председательством ректора. И. Гончаров, Воспоминания.… …   Малый академический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”